- δελέαμα
- δελέ-ᾱμα, ατος, τό, = sq., Anon. ap. Suid.A s.v. ἔγκειται (fort. δελέασμα).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δελέαμα — δελέαμα, το (Α) το δόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί δελέασμα*] … Dictionary of Greek
δελεάμασι — δελέαμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάματα — δελέαμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάματι — δελέαμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάματος — δελέαμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)